Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения Страница 14
- Категория: Научные и научно-популярные книги / Иностранные языки
- Автор: Ю. Чорногор
- Год выпуска: -
- ISBN: -
- Издательство: -
- Страниц: 18
- Добавлено: 2019-07-01 19:34:50
Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения краткое содержание
Прочтите описание перед тем, как прочитать онлайн книгу «Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения» бесплатно полную версию:В книге предлагаются греческие анекдоты, адаптированные (без упрощения текста оригинала) по методу обучающего чтения Ильи Франка. Уникальность метода заключается в том, что запоминание слов и выражений происходит за счет их повторяемости, без заучивания и необходимости использовать словарь.Пособие способствует эффективному освоению языка, может служить дополнением к учебной программе. Предназначено для широкого круга лиц, изучающих греческий язык (под руководством преподавателя или самостоятельно) и интересующихся культурой Греции.
Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения читать онлайн бесплатно
Μετά από δύο εβδομάδες, η ξανθιά ξαναμπαίνει στην Τράπεζα (спустя две недели блондинка снова приходит в банк; ξανα– – /прист./ снова, опять; μπαίνω), πάει στο ταμείο, επιστρέφει το ποσό του δανείου συν τόκο 15 ευρώ (идет в кассу, погашает: «возвращает» сумму кредита с процентами в 15 евро; το ποσό – количество; итог, сумма; ο τόκος), αλλά ο υπάλληλος της Τράπεζας δεν αντέχει να μην της πει (но служащий банка не выдерживает, чтобы не сказать ей; λέω): «Κυρία μου, χαίρομαι πολύ που συνεργαστήκαμε τόσο καλά (госпожа, я очень рад нашему сотрудничеству; συνεργάζομαι), όμως οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχετε μπερδέψει λιγάκι (однако я должен признаться, что вы нас немного запутали; ομολογώ; μπερδεύω – путать, запутывать; сбивать с толку). Κάναμε έναν έλεγχο για τα οικονομικά σας και είδαμε ότι είστε πολυεκατομμυριούχος (мы проверили ваши финансы и увидели, что вы мультимиллионер; το εκατομμύριο – миллион; -ούχος – суффикс со знач. имеющий). Γιατί ζητήσατε δάνειο τέτοιου ύψους (зачем вы попросили кредит такого размера: «высоты»; ζητάω; το ύψος);».
Και η ξανθιά: «Μα πού αλλού θα μπορούσα να παρκάρω με 15 ευρώ τόσο ακριβό αυτοκίνητο για 2 βδομάδες (а где еще я бы смогла припарковать за 15 евро такой дорогой автомобиль на две недели; μπορώ; η βδομάδα) και όταν γυρίσω να το βρω στη θέση του (и, вернувшись, найти его на месте; γυρίζω – кружить/ся/, вращать/ся/; возвращаться; βρίσκω; η θέση);».
ΜΙΑ ξανθιά, πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, μπαίνει στην τράπεζα και ζητά ένα δάνειο 5.000 ευρώ. Πρέπει να φύγει για επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό για δύο εβδομάδες και της χρειάζονται κάποια μετρητά. Ο υπάλληλος φαίνεται πρόθυμος να την εξυπηρετήσει, αλλά της λέει ότι για τη χορήγηση δανείου χρειάζεται να υπάρχει κάποια εγγύηση. Η ξανθιά τού δίνει τα κλειδιά μιας καινούριας Rolls Royce παρκαρισμένης έξω από την Τράπεζα και μετά τον απαραίτητο έλεγχο για τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας και όλα τα σχετικά από την πλευρά της τράπεζας, της χορηγούν το δάνειο με εγγύηση τη Rolls Royce. Η ξανθιά παίρνει τα λεφτά και φεύγει.
Τα στελέχη της Τράπεζας φαίνεται να το διασκεδάζουν, γελάνε σε βάρος της αφελούς ξανθιάς που έβαλε ως εγγύηση για ένα δάνειο μόλις 5.000 ευρώ ένα αυτοκίνητο πολλαπλάσιας αξίας και φροντίζουν ένας φύλακας να παραλάβει και να παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ.
Μετά από δύο εβδομάδες, η ξανθιά ξαναμπαίνει στην Τράπεζα, πάει στο ταμείο, επιστρέφει το ποσό του δανείου συν τόκο 15 ευρώ, αλλά ο υπάλληλος της Τράπεζας δεν αντέχει να μην της πει: «Κυρία μου, χαίρομαι πολύ που συνεργαστήκαμε τόσο καλά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχετε μπερδέψει λιγάκι. Κάναμε έναν έλεγχο για τα οικονομικά σας και είδαμε ότι είστε πολυεκατομμυριούχος. Γιατί ζητήσατε δάνειο τέτοιου ύψους;».
Και η ξανθιά: «Μα πού αλλού θα μπορούσα να παρκάρω με 15 ευρώ τόσο ακριβό αυτοκίνητο για 2 βδομάδες και όταν γυρίσω να το βρω στη θέση του;».
* * *Ήταν ένας τεμπέλης ο οποίος καθόταν σε ένα παγκάκι (жил: «был» один лентяй, который сидел на скамейке; κάθομαι; ο πάγκος – прилавок; скамья; -ακι – уменьшит. суффикс) και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του (и не мог даже махнуть рукой; μπορώ; κουνώ – качать; махать, взмахивать)! Τον βλέπει ένας σκηνοθέτης ο οποίος έψαχνε έναν τεμπέλη για την ταινία του (его видит режиссер, который искал лентяя для своего фильма; ο σκηνοθέτης; ψάχνω) και πηγαίνει και του λέει (и идет и ему говорит): «Φίλε ψάχνω για ένα τεμπέλη, βρήκα εσένα (друг, я ищу лентяя, нашел тебя; βρίσκω)! Εσύ το μόνο που θα κανείς (ты единственное, что будешь делать) για να μπορέσω να γυρίσω την ταινία μου (чтобы я смог снять свой фильм; μπορώ; γυρίζω – вращать/ся/; γυρίζω ταινία – снимать фильм) θα κουνήσεις το χέρι σου (махнешь рукой; κουνώ – качать; махать) για να διώξεις μια μύγα που θα σε ενοχλεί, οκ; (чтобы прогнать муху, которая тебе надоедает, окей; διώχνω)»
Και λέει αυτός (а тот и говорит): «Ρε φίλε (ну, друг) εσύ δε θες ηθοποιό αλλά κασκαντέρ (ты хочешь не актера, а каскадера; θες = θέλεις; ο ηθοποιός)!»
Ήταν ένας τεμπέλης ο οποίος καθόταν σε ένα παγκάκι και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του!!! Τον βλέπει ένας σκηνοθέτης ο οποίος έψαχνε έναν τεμπέλη για την ταινία του και πηγαίνει και του λέει: «Φίλε ψάχνω για ένα τεμπέλη, βρήκα εσένα! Εσύ το μόνο που θα κανείς για να μπορέσω να γυρίσω την ταινία μου θα κουνήσεις το χέρι σου για να διώξεις μια μύγα που θα σε ενοχλεί! οκ;» Και λέει αυτός: «Ρε φίλε εσύ δε θες ηθοποιό αλλά κασκαντέρ!»
* * *Μιλάγαν δύο παππούδες (говорят два деда; μιλάω; ο παππούς):
– Άσε ρε φίλε, τι έχω πάθει (э, слышишь, друг, что со мной: «что я перенес»; αφήνω – пускать; оставлять, покидать; παθαίνω – терпеть, выносить). Όλο ξεχνάω τελευταία (все забываю последнее время; τελευταία – недавно; последнее время). Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί μου (что-то совсем не ладно со мной).
– Α, και εγώ το είχα (а, и у меня было то же /самое/; έχω), αλλά πήγα σε έναν γιατρό (но сходил к одному врачу; πηγαίνω) και με έκανε περδίκι (и он меня поставил на ноги: «сделал куропаткой»; κάνω; το περδίκι – куропатка; είμαι περδίκι – я здоров). Μιλάμε φοβερός γιατρός (действительно сильный: «страшный» врач)!
– Αλήθεια (правда); Πώς τον λένε, να πάω και εγώ (как его зовут, и я пойду; λέω; πηγαίνω);
– Πώς τον λένε, πώς τον λένε (как его зовут)… Θυμάσαι έναν πόλεμο που είχε γίνει παλιά (помнишь одну войну, которая была давно; ο πόλεμος; γίνομαι);
– Ποιόν λες, τον πρώτο παγκόσμιο (про какую говоришь, про Первую мировую);
– Όχι, πιό παλιά (нет, еще раньше).
– Την επανάσταση του 1821 (восстание 1821 года);
– Όχι, ακόμα πιο παλιά (нет, еще раньше). Στην αρχαία Ελλάδα (в Древней Греции)…
– Τον Πελοποννησιακό (Пелопоннесская);
– Όχι μωρέ (да нет же; μωρέ = ρε – разговорное, не всегда вежливое обращение, аналогичное «эй, ты», чаще всего на русский не переводится)… Έναν που είχε γίνει για μία γυναίκα (та, что случилась из-за женщины; γίνομαι);
– Α, τον Τρωικό λες (а, про Троянскую говоришь)!
– Αμ, μπράβο (вот, молодец)! Πώς την λέγαν την γυναίκα αυτή (как ее звали, эту женщину; λέω);
– Ωραία Ελένη (прекрасная Елена).
Γυρνάει και φωνάζει ο παππούς (поворачивается дед и кричит; γυρίζω – кружиться, вращаться; поворачиваться):
– Ελένη; Ρε θύμησέ μου (Елена, слушай, напомни мне; θυμίζω)… Πώς τον λέγανε τον γιατρό που πήγαμε (как там звали врача, к которому мы ходили);
Μιλάγαν δύο παππούδες:
– Άσε ρε φίλε, τι έχω πάθει. Όλο ξεχνάω τελευταία. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί μου.
– Α, και εγώ το είχα, αλλά πήγα σε έναν γιατρό και με έκανε περδίκι. Μιλάμε φοβερός γιατρός!
– Αλήθεια; Πώς τον λένε, να πάω και εγώ;
– Πώς τον λένε, πώς τον λένε… Θυμάσαι έναν πόλεμο που είχε γίνει παλιά;
– Ποιόν λες, τον πρώτο παγκόσμιο;
– Όχι, πιό παλιά.
– Την επανάσταση του 1821;
– Όχι, ακόμα πιο παλιά. Στην αρχαία Ελλάδα…
– Τον Πελοποννησιακό;
– Όχι μωρέ… Έναν που είχε γίνει για μία γυναίκα;
– Α, τον Τρωικό λες!
– Αμ, μπράβο! Πώς την λέγαν την γυναίκα αυτή;
– Ωραία Ελένη.
Γυρνάει και φωνάζει ο παππούς:
– Ελένη; Ρε θύμησέ μου… Πώς τον λέγανε τον γιατρό που πήγαμε;
* * *Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει (идет один человек в полицию и говорит; πηγαίνω; η αστυνομία):
– «Η γυναίκα μου αγνοείται (моя жена пропала; αγνοώ – не знать; αγνοούμαι – пропадать). Είναι ψηλή, όμορφη, αδύνατη και ξανθιά (высокая, красивая, стройная и блондинка).»
Ο αστυνόμος ζητάει την φωτογραφία της (полицейский просит ее фотографию), την κοιτάζει και λέει (смотрит на нее и говорит):
– «Μα κύριε, αυτή είναι κοντή, χοντρή και άσχημη (но, господин, эта – невысокая, толстая и некрасивая)!»
– «Το ξέρω», απαντάει ο σύζυγος (знаю, отвечает супруг). «Σκέφτηκα μήπως μου βρίσκατε καμία καλύτερη (думал, может, найдете мне получше; σκέφτομαι; βρίσκω)…»
Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει:
– «Η γυναίκα μου αγνοείται. Είναι ψηλή, όμορφη, αδύνατη και ξανθιά.»
Жалоба
Напишите нам, и мы в срочном порядке примем меры.